- ξεπορτίζω
- ξεπόρτισα, ξεπορτισμένος1. μτβ., αναγκάζω κάποιον να φύγει, τον βγάζω έξω από την πόρτα, τον διώχνω: Τι τα ξεπόρτισες μες στο μεσημέρι τα παιδιά;2. αμτβ., φεύγω από το σπίτι: Κάθε μέρα ξεπορτίζεις από το σπίτι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.